κοντομύτης

κοντομύτης
ο , κοντομύτα η курнос|ый, -ая

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοντομύτης" в других словарях:

  • κοντομύτης — α, ικο σιμός, αυτός που έχει κοντή μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μύτης (< μύτη), πρβλ. κουτσο μύτης, πλατσο μύτης] …   Dictionary of Greek

  • Κοντομύτης, Κωνσταντίνος — (9ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός (829 842). Ήταν διοικητής του θέματος της Θράκης στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Θεόφιλου. Έπειτα από αυτοκρατορική διαταγή, επιτέθηκε εναντίον των Σαρακηνών πειρατών, οι οποίοι, με ορμητήριο την Κρήτη,… …   Dictionary of Greek

  • κοντομύτης, -α, -ικο — αυτός που έχει κοντή μύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Константин Контомит — греч. Κωνσταντῖνος ὁ Κοντομύτης Принадлежность …   Википедия

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»